-
1 παλάμα
πᾰλᾰμα (-ᾳ, -αι, -ᾶν, -αισι.)a handἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων P. 1.44
εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
b met., art, skillἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.40
esp. dat. s. & pl.,σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ O. 9.25
θεοῦ σὺν παλάμᾳ (v. l. παλάμαις) O. 10.21.Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52
ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν P. 1.48
οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ P. 2.75
πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός N. 10.65
παντέχνοις Ἁφαίστου παλάμαις Pae. 8.66
-
2 δονέω
1 shakea lit., brandishἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων P. 1.44
b of sound, stir up, make to quiverἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.81
pass.παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
c frighten, disturb ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι μάστιγι Πει-θοῦς P. 4.219
Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν ( δοναθεῖσα coni. Tricl.) P. 6.36τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.56
d frag. ] ενδεδονημ[ fr. 51f. b. ]δ[ο]νευντι[ (“sed δ[ι]ν- potius”, Snell) Δ. 4e. 5. -
3 παλάμη
A palm of the hand: hence, generally, hand, esp. as used in grasping,παλάμῃ δ' ἔχε χάλκεον ἔγχος Od.1.104
;ἔγχος ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει Il.3.338
, cf. 1.238, etc.;παλάμᾳ δονέων Pi.P.1.44
.2 hand as used in deeds of violence, ἔπασχον ὑπ' Ἄρηος παλαμάων by the hands of Ares, Il.3.128, cf. 5.558, A.Supp. 865 (lyr.);Κυπρογενήας παλάμαισιν Alc.60
: hence, a deed of force,ῥέξαι παλάμαν S.Ph. 1206
(lyr.).3 hand as used in works of art, etc., Il.15.411, Hes.Th. 580, Sc. 219, 320;ἐργατίναις π. IG12(2).129
(Mytil.).II metaph., cunning, art, device, either in good or bad sense, π. βιότου a device for one's livelihood, Thgn.624, cf. Hdt.8.19; esp. of the gods, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις Διός, by their arts, Pi.O.10(11).21, P.1.48, N. 10.65;ὦ παλάμαι θεῶν S.Ph. 177
(lyr.); πυκνότατος παλάμαις, of Sisyphus, Pi.O.13.52, cf. A.Pr. 167 (lyr.), etc.;παντοίας πλέκειν παλάμας Ar.V. 645
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий